- ιαματικότητα
- ηθεραπευτική δύναμη, θεραπευτική ιδιότητα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιαματικότητα — η η θεραπευτική δύναμη, η θεραπευτική ιδιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιαματικός. Η λ. στον λόγιο τ. ιαματικότης μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek